δημαγωγικώς

δημαγωγικώς
επίρρ.
βλ. δημαγωγικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δημαγωγικῶς — δημαγωγικός fit for or like a demagogue adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαγωγικός — ή, ό (AM δημαγωγικός, ή, όν) Ι. 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει σε δημαγωγό, ο κατάλληλος, ο χρήσιμος για δημαγωγία 2. (για προσ.) αυτός που μεταχειρίζεται δημαγωγικές μεθόδους, ο ικανός να δημαγωγεί αρχ. 1. (για χορευτή) ο λαοφιλής, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”